- κάτουρο
- τοκατούρημα, κάτουρο, κατουρλιό: Δεν πήγε πουθενά, ούτε για κάτουρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάτουρο — το (Μ κάτουρο και κάτουρον) το ούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατουρῶ (με αντίστροφη παραγωγή)] … Dictionary of Greek
κατουροϋάλιν — κατουροϋάλιν, το (Μ) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτουρο(ν) + ὑάλ ι(ο)ν (< ὕαλος)] … Dictionary of Greek
κατρουλιό — και κατουρλιό, το 1. το κάτουρο 2. η τάση που έχει κάποιος για συχνή ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στον τ. κάτ ουρον απ όπου με προληπτική ανάπτυξη ρ > κατρ ουρον, κατόπιν με ανομοίωση κατρ ουλον > κατρουλ ιό] … Dictionary of Greek
κατουρλιό, το — και κατρουλιό,το κάτουρο: Τον έπιασε κατουρλιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατουρώ — και κατουράω κατούρησα, κατουρήθηκα, κατουρημένος 1. κατουρώ: Δεν κατούρησα σήμερα. 2. βρέχω κάτι ή κάποιον με το κάτουρό μου: Κατούρησε το παντελόνι του. 3. περιφρονώ κάποιον: Κατούρα τον, αφού δε θέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατούρημα — το, ατος κάτουρο, η πράξη του κατουρώ: Πάνε για κατούρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ούρο, το — και πληθ. ούρα, τα υγρό που παράγουν τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα (βλ. λ.), αλλ. κάτουρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)